- στεγανός
- -ή, -ό / στεγανός, -ή, -όν, ΝΜΑαυτός που κλείνει ερμητικά, αδιαπέραστος από υγρό, υδατοστεγής ή αεροστεγής (α. «στεγανός τοίχος» β. «ἔχει δὲ καὶ τὴν τρίχα στεγανήν», Ξεν.γ. «στεγανὰ πλοῑα», Αριστοτ.)νεοελλ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα στεγανά1. ναυτ. διαμέρισμα τού πλοίου που κλείνει ερμητικά και δεν επιτρέπει την είσοδο νερού από το ένα διάφραγμα στο άλλο σε περίπτωση ατυχήματος2. μτφ. χώροι ή τομείς υπηρεσίας ή οργανισμού στους οποίους δεν επιτρέπεται η προσπέλαση ακόμη και εκείνων που θα μπορούσαν νόμιμα να ενημερωθούναρχ.1. αυτός που περικλείει, που περιορίζει κάποιον («στεγανὸν δίκτυον», Αισχύλ.)2. αυτός που έχει καλά στεγαστεί, που έχει προστατευθεί3. (για οικοδόμημα) στεγασμένος4. καλά οχυρωμένος5. (για ζώα) κατοικίδιος6. μτφ. (για πρόσ.) προσεκτικός, συγκρατημένος («Ἀρεοπαγίτου στεγανώτερος», Αλκίφρ.)7. το ουδ. ως ουσ. τὸ στεγανόνα) η ηθική χαλαρότητα («τὸ ἀκόλαστον αὐτοῡ καὶ στεγανόν», Πλάτ.)β) (ως επίρρ.) i) κατά τρόπο στεγανό, αδιαπέραστο, ερμητικώςii) ανθεκτικά, ισχυρώς8. φρ. α) «στεγανὴ νηδύς» — κοιλιά με προβλήματα δυσκοιλιότητας (Νίκ.)β) «στεγανὴ δίαιτα» — διαβίωση μέσα στο σπίτι, όχι στο ύπαιθρο (Φίλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < στεγ- τού στέγω* + κατάλ. -ανός (πρβλ. τραγ-ανός)].
Dictionary of Greek. 2013.